παρθενοπίπης

παρθενοπίπης
-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + *οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρθενοπίπης — παρθενοπί̱πης , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενοπῖπα — παρθενοπίπης one who ogles maidens masc voc sg παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοπίπης — οἰνοπίπης, ὁ (Α) (κωμ. λ. που σχηματίστηκε κατά τα γυναικοπίπης, παιδοπίπης, παρθενοπίπης) αυτός που στρέφει τα βλέμματα, που χάσκει στη θέα τού κρασιού, αυτός που επιθυμεί πολύ το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ,… …   Dictionary of Greek

  • παρθενοπίπα — παρθενοπί̱πᾱ , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom/voc/acc dual παρθενοπί̱πᾱ , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενοπίπας — παρθενοπί̱πᾱς , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc acc pl παρθενοπί̱πᾱς , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρενοπίπης — ἀρρενοπίπης, ο (Μ) αυτός που κοιτάζει λάγνα τα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + *οπιπή > οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης)] …   Dictionary of Greek

  • γυναικοπίπης — γυναικοπίπης, ο (Μ) αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. *οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)] …   Dictionary of Greek

  • οπιπευτήρ — ὀπιπευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.) 2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • παρθενοπίπαν — παρθενοπί̱πᾱν , παρθενοπίπης one who ogles maidens masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”